- αμετανόητος
- αμετάν(ο)κατος, η , ο [ος , ον ] нераскаявшийся; закоренелый; нераскаянный (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀμετανόητος — unrepentant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετανόητος — η, ο (AM αμετανόητος, ον) αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετανοῶ. ΠΑΡ. ἀμετανοησία] … Dictionary of Greek
αμετανόητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μετάνιωσε ή δε μετανιώνει, αδιόρθωτος: Μένει ο ίδιος, χαρτοπαίχτης αμετανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμετανοήτως — ἀμετανόητος unrepentant adverbial ἀμετανόητος unrepentant masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανόητον — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem acc sg ἀμετανόητος unrepentant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτοις — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτου — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτους — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτων — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτῳ — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανόητα — ἀμετανόητος unrepentant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)